ψευδέγγραφος

ψευδέγγραφος
ψευδέγγραφος
falsely entered
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψευδέγγραφος — ον, Α αυτός που κακώς και ψευδώς καταγράφηκε στον κατάλογο οφειλετών τού δημοσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + έγγραφος (< ἐγγράφω)] …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”